φωσφογλυκεράλη

φωσφογλυκεράλη
η, Ν
(βιοχ.) βλ. φωσφογλυκεραλδεΰδη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φωσφογλυκεραλδεΰδη — ή φωσφογλυκεράλη, η, Ν (βιοχ.) φωσφορικός εστέρας τής γλυκεραλδεΰδης που προκύπτει από τη διάσπαση τής διφωσφοφρουκτόζης κατά την πορεία τής γλυκόλυσης, αλλ. φωσφορική γλυκεραλδεΰδη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. πρβλ. αγγλ. glyceraldehyde phosphate] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”